παρακατιόν

παρακατιόν
παρά , κατά-εἰμί
sum
pres part act masc voc sg (doric)
παρά , κατά-εἰμί
sum
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric)
παρά-κάτειμι
ibo
pres part act masc voc sg
παρά-κάτειμι
ibo
pres part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρακάτιο — το ναυτ. το καθένα από τα δύο παρίστια, δηλ. παραπληρωματικά ιστία, που απλώνονται δίπλα στο ακάτιο ιστίο, αλλ. σκουπαμάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ακάτιο, υποκορ. τού άκατος «είδος ιστίου». Η λ. στον λόγιο τ. παρακάτιον, μαρτυρείται από το 1858 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”